ὑγρόμυρον

ὑγρόμυρον
ὑγρό-μῠρον, τό, for ὑγρὸν μύρον,
A liquid ointment, Aët.16.119 (= 129 Z.); but hydromyri in Lat. version (114).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υγρόμυρον — τὸ, Α υγρό μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μύρον] …   Dictionary of Greek

  • ὑγρομύρου — ὑγρόμυρον liquid ointment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • υδρόμυρον — τὸ, Α το ὑγρόμυρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μῦρον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”